- σπλαχνίζομαι
- σπλαχνίζομαι και σπλαχνιέμαι σπλαχνίστηκα, αισθάνομαι οίκτο: Σπλαχνίσου με, τη δύστυχη!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπλαχνίζομαι — σπλαχνίζομαι, σπλαχνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπλαχνίζομαι — και σπλαχνιέμαι Ν βλ. σπλαγχνίζομαι … Dictionary of Greek
άθερος — η, ο αυτός που δεν θερίστηκε, ο αθέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερίζω πρβλ. καρπίζω άκαρπος, σπλαχνίζομαι άσπλαχνος] … Dictionary of Greek
ελεημονώ — (Μ ἐλεημονῶ, έω) 1. σπλαχνίζομαι, λυπάμαι κάποιον 2. βοηθώ κάνοντας ελεημοσύνη … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνίζομαι — και (ε)σπλαχνίζομαι (ΑΜ εὐσπλαγχνίζομαι) [εύσπλαγχνος] δείχνω συμπάθεια για κάποιον, συμπονώ … Dictionary of Greek
μυριολυπούμαι — (Μ μυριολυποῡμαι, έομαι) (νεοελλ) 1. συμπονώ, σπλαχνίζομαι κάποιον 2. λυπούμαι, θλίβομαι πάρα πολύ μσν. (η μτχ. παρακμ.) μυριολυπημένος, η, ον αυτός που παρέχει άπειρες θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λυποῦμαι] … Dictionary of Greek
σπλαγχνίζομαι — ΝΜΑ και σπλαχνίζομαι και σπλαχνιέμαι Ν [σπλά(γ)χνον] ευσπλαγχνίζομαι, νιώθω συμπάθεια, οίκτο ή συμπόνια (α. «τόν είδε και τόν σπλαχνίστηκε» β. «ὁ Ἰησοῡς... εὐσπλαγχνίσθη ἐπ αὐτοῑς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. σπλαγχνίζω τελώ θυσία και τρώω τα σπλάγχνα τού… … Dictionary of Greek
σπλαχνιά — η, Ν ευσπλαγχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλαχνίζομαι, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
οικτίρω — 1. νιώθω συμπάθεια για κάποιον, λυπούμαι, σπλαχνίζομαι. 2. περιφρονώ, ελεεινολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)